- καθρεφτάκι
- το(υποκορ. τού καθρέφτης) μικρός καθρέφτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθρεφτάκι — το υποκορ. του καθρέφτης μικρός καθρέφτης: Κάθε κυρία έχει και ένα καθρεφτάκι μέσα στην τσάντα της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… … Wikipedia
εισοπτρίς — εἰσοπτρίς, η (Α) καθρεφτάκι … Dictionary of Greek
πεταλούδα — I Ακμαίο στάδιο των λεπιδόπτερων. Είναι έντομο με μικρό κεφάλι, αλλά ιδιαίτερα αναπτυγμένο κατά την έννοια του πλάτους τα πλευρικά μάτια είναι σύνθετα, μεγάλα και αποτελούνται από πολυάριθμα ομματίδια ή απλά μάτια (μέχρι 27.000 στη σφίγγα του… … Dictionary of Greek
σπέκλον — το, ΜΑ, και σφέκλον Α μσν. παράθυρο από ημιδιαφανή σχιστόλιθο αρχ. 1. καθρεφτάκι 2. είδος στιλπνού σχιστολίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. speculum «κάτοπτρο»] … Dictionary of Greek
σπεκούλιον — τὸ, Α καθρεφτάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. speculum «καθρέφτης»] … Dictionary of Greek
ωτορινολαρυγγολογία — Kλάδος της ιατρικής, που ασχολείται με τη φυσιολογία και την παθολογία του αφτιού και των ανώτερων αεροφόρων οδών (μύτη, παραρινικές κοιλότητες, παρίσθμια, φάρυγγα και λάρυγγα). Αρκετές γνώσεις ανατομίας και παθολογίας για τα όργανα της όσφρησης … Dictionary of Greek